- δετῆς
- δετήfem gen sg (attic epic ionic)δετόςthat may be boundfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέτης — ο (AM δέτης) [δω (δέω)] αυτός με τον οποίο δένουν κάτι ή αυτός που δένει κάτι νεοελλ. 1. ναυτ. λεπτό σκοινί για δέσιμο, αναδέτης, διαθέτης, επιδέτης, σάγουλα 2. (για βιβλία) η ταινία που συγκρατεί τα τυπογραφικά φύλλα τών δεμένων βιβλίων … Dictionary of Greek
καταδέτης — καταδέτης, ὁ (Α) εγκάρσια δοκός σύνδεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέτης (< δέτης < δέω (Ι) «δένω»), πρβλ. αμφι δέτης, συν δέτης] … Dictionary of Greek
ιστιοδέτης — ὁ ναυτ. σχοινί, με μήκος πέντε ή έξι οργιές, κατάλληλο για το δέσιμο τών ιστίων, κν. σάγουλα τών πανιών τής αποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + δέτης (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αγκυρο δέτης, λαιμο δέτης] … Dictionary of Greek
κνημοδέτης — ο ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμο δέτης, μυστακο δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
λαιμοδέτης — ο 1. λωρίδα από ύφασμα η οποία δένεται γύρω από το περιλαίμιο τού υποκαμίσου σχηματίζοντας κόμπο, κυ. γραβάτα 2. ναυτ. λαιμόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δέτης (< δέω [ΙΙ] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, κομπο δέτης. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ … Dictionary of Greek
μηχανοδέτης — μηχανοδέτης, ὁ (Α) τεχνίτης ο οποίος συναρμολογεί μηχανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + δέτης (< δέω «δένω») πρβλ. λαιμο δέτης, μαχαιρο δέτης] … Dictionary of Greek
πρυμνοδέτης — ο, Ν ναυτ. χοντρό σχοινί τής πρύμνης με το οποίο το πλοίο προσδένεται στην ακτή ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + δέτης (< δένω), πρβλ. γλωσσο δέτης, λαιμο δέτης] … Dictionary of Greek
καλτσοδέτης — ο καλτσοδέτα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλτσα + δέτης (< δένω), πρβλ. λαιμο δέτης] … Dictionary of Greek
κεφαλοδέτης — ο ναυτ. αγκυρόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δέτης (< δέτης < δέω (II) «δένω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
κηροδέτης — κηροδέτης, δωρ. τ. κηροδέτας, ὁ (Α) κηρόδετος* («κηροδέτας κάλαμος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + δέτης (< δέω [II] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, λαιμο δέ της] … Dictionary of Greek